- γνέσιμο
- το [γνέθω]μετατροπή μαλλιού, μπαμπακιού κ.λπ. σε νήμα, το κλώσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνέσιμο — το η μετατροπή του μαλλιού ή του βαμβακιού σε κλωστή, το κλώσιμο: Στη γιαγιά μου άρεζε να ασχολείται με το γνέσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… … Dictionary of Greek
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek
αλεκατίζω — [αλεκάτη] περιτυλίγω στην αλεκάτη μαλλί ή βαμβάκι για γνέσιμο … Dictionary of Greek
απονέθω — κ. απογνέθω τελειώνω ή συμπληρώνω το γνέσιμο … Dictionary of Greek
γνεθολογώ — ( άω) ασχολούμαι με το γνέσιμο … Dictionary of Greek
γνεθολόγημα — το [γνεθολογώ] το γνέσιμο … Dictionary of Greek
γνεστός — και γνεφτός, ή, ό [γνέθω] αυτός που έχει προέλθει από γνέσιμο, ο κλωσμένος … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek